του Μανόλη Ν. Σταυρακάκη, ομότιμου καθηγητή ΓΠΑ
Χωροταξική διάρθρωση αμπελώνα
Σε μεγάλης έκτασης αμπελώνα, είναι αναγκαία η κατάτμησή του και η χάραξη διαδρόμων εντός και περιμετρικά του αμπελώνα, ανάλογων προς το μέγεθος των καλλιεργητικών μηχανημάτων και του συστήματος υποστύλωσης.
Το κεντρικό και περιμετρικό δίκτυο διαδρόμων ,καθώς και η οδός πρόσβασης σε τοπικό ή εθνικό δίκτυο, θα πρέπει να πληρούν τις προδιαγραφές ασφαλούς και οικονομικής κίνησης των οχημάτων. Στους πολυποικιλιακούς αμπελώνες οινοποιίας, ενδείκνυται σε κάθε τμήμα του αμπελώνα να καλλιεργείται μία μόνο ποικιλία, για την αξιοποίηση των μικροκλιματικών περιοχών και τη διευκόλυνση της φυτοπροστασίας και του μηχανικού τρυγητού.
Προσανατολισμός φύτευσης
Ενόψει της κλιματικής αλλαγής, οι δύο αυτές βασικές παράμετροι, σε συνδυασμό με το σύστημα μόρφωσης και υποστύλωσης των πρέμνων, χρειάζονται προσοχή, ιδιαίτερα στις ξηροθερμικές αμπελουργικές περιοχές, αλλά και εκεί που οι δυνατότητες άρδευσης είναι περιορισμένες. Και αυτό γιατί η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του αέρα, σε συνδυασμό με την πιθανολογούμενη μείωση των βροχοπτώσεων, εντείνει την ξηρότητα και την αλατότητα του εδάφους, αφού η υδατική κατάσταση του εδάφους επηρεάζεται περισσότερο από την εξατμισοδιαπνοή σε σχέση με τη βροχόπτωση. Ακόμη και αν δεν μειωθεί το ύψος των βροχοπτώσεων, επειδή η εξατμισοδιαπνοή αυξάνεται με την αύξηση της θερμοκρασίας του αέρα οι θερμές περιοχές είναι κατά κανόνα και ξηρές.
Ανάλογα με τη θέση του αμπελώνα, ο προσανατολισμός (κατεύθυνση) των γραμμών φύτευσης μπορεί να αμβλύνει ως έναν βαθμό τις δυσμενείς επιπτώσεις από τις υψηλές θερμοκρασίες και σε ορισμένες περιπτώσεις να συμβάλει σημαντικά στη βελτίωση της ποιότητας των σταφυλιών, κυρίως λόγω της επίδρασης που ασκεί στην ταχύτητα φωτοσύνθεσης και στη θερμοκρασία σε επίπεδο μικροκλίματος στη ζώνη καρποφορίας.
Έτσι, αν δεν υπάρχουν περιοριστικοί παράγοντες, όπως μεγάλη (>10%) κλίση εδάφους, πολύ ισχυροί άνεμοι κ.ά., στις περισσότερες αμπελουργικές περιοχές της χώρας που χαρακτηρίζονται από υψηλές ηλιοθερμικές δυνατότητες, η κατεύθυνση των γραμμών «δύση-ανατολή» είναι η μάλλον ευνοϊκή και παρέχει προστασία κατά την περίοδο των πολύ υψηλών θερμοκρασιών του θέρους. Βέβαια, είναι γεγονός ότι τις πρωινές και απογευματινές ώρες, τα πρέμνα των προς βορρά και νότο τμημάτων του αμπελώνα δέχονται περισσότερη ηλιακή ακτινοβολία, λόγω της μικρής κλίσης πρόσπτωσης των ηλιακών ακτίνων, αλλά αυτό είναι μάλλον ευεργετικό, αν συνυπολογιστεί ότι με την κατεύθυνση «ανατολή-δύση» τα πρέμνα δέχονται ηλιακή ακτινοβολία με υψηλή αναλογία ερυθρής προς υπέρυθρη (r : fr), σε σχέση με την κατεύθυνση «βορρά-νότου».
Στις ψυχρές αμπελουργικές περιοχές φαίνεται ότι πλεονεκτεί η κατεύθυνση «βορρά-νότου», διότι, θεωρητικά, μεγιστοποιεί την πρόσληψη της ηλιακής ακτινοβολίας, με την προϋπόθεση ότι η πυκνότητα φύτευσης των πρέμνων είναι σχετικά μεγάλη και οι αποστάσεις μεταξύ των γραμμών όσο το ύψος του φυλλώματος. Αντίθετα, στις θερμές περιοχές, η κατεύθυνση «βορρά-νότου» έχει αρνητικές επιδράσεις, αφού τα πρέμνα της δυτικής πλευράς των γραμμών δέχονται από νωρίς μέχρι αργά το απόγευμα την ηλιακή ακτινοβολία, όταν η θερμοκρασία του αέρα λαμβάνει μέγιστες τιμές.
Η υπερβολική θέρμανση ζημιώνει ποιοτικά και ποσοτικά την παραγωγή, αν συνυπολογιστεί ότι η καταπόνηση των σταφυλιών εντείνεται, διότι από το καθεστώς σκιάς που βρίσκονταν τις πρωινές ώρες περιέρχονται σε καθεστώς υψηλής ηλιακής ακτινοβολίας. Παράλληλα, η σκίαση αυξάνει την υγρασία και ευνοεί τις προσβολές από περονόσπορο, που τα τελευταία χρόνια προκαλεί σημαντικές ζημιές στην παραγωγή.
Πυκνότητα φύτευσης
Το μήκος των γραμμών φύτευσης ανά μονάδα επιφανείας συμμετέχει σε υψηλό ποσοστό στο κόστος εγκατάστασης/επαναφύτευσης. Υπολογίζεται ότι η μείωση της απόστασης μεταξύ των γραμμών φύτευσης κατά 25% – 30% επιφέρει αύξηση του κόστους εγκατάστασης τουλάχιστον κατά 20% περίπου, εξαιτίας της αύξησης του συνολικού μήκους των γραμμών. Μετά δε την εγκατάσταση, το πολύ μεγάλο μήκος γραμμής έχει το πλεονέκτημα της μείωσης των ελιγμών των μηχανημάτων, το οποίο όμως, υπό ορισμένες συνθήκες –ιδιαίτερα κατά τους ψεκασμούς και τον μηχανικό τρυγητό–, αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι η επιστροφή για ανεφοδιασμό ή εκφόρτωση γίνεται χωρίς απόδοση έργου.
Σε κάθε περίπτωση, η διατήρηση της ίδιας κατεύθυνσης των γραμμών σε όλα τα τμήματα είναι σημαντική για τη λειτουργικότητα του αμπελώνα και τη μείωση του κόστους παραγωγής.
Σε εδάφη με μικρή κλίση, η κατεύθυνση των γραμμών είναι παράλληλη προς την κλίση (Εικ. 5), ενώ σε μεγάλης κλίσης εδάφη οι γραμμές ακολουθούν τις ισοϋψείς. Επίσης, σε αμπελουργικές περιοχές με ισχυρούς ανέμους, η κατεύθυνση των γραμμών είναι, κατά κανόνα, παράλληλη προς εκείνη του επικρατούντος ανέμου, για μείωση των ζημιών.
Αμπελοκομικά, η πυκνότητα φύτευσης εκφράζεται με τον αριθμό των πρέμνων ανά μονάδα επιφάνειας και καθορίζει την απόσταση των πρέμνων επί της γραμμής και μεταξύ των γραμμών φύτευσης. Αν και προφανές, δεν είναι άσκοπο να διευκρινιστεί ότι οι όροι μικρή (χαμηλή) και μεγάλη (υψηλή) πυκνότητα φύτευσης υποδηλώνουν μεγάλες και μικρές αποστάσεις φύτευσης αντίστοιχα.
Η πυκνότητα φύτευσης εξαρτάται από τις έδαφοκλιματικές συνθήκες, την ποικιλία/υποκείμενο (ζωηρότητα, παραγωγικότητα), τα συστήματα μόρφωσης των πρέμνων, τη δυνατότητα εκμηχάνισης των καλλιεργητικών φροντίδων κ.ά., με αξιολόγηση κατά περίπτωση εκείνου του παράγοντα που δρα περιοριστικά.
Για παράδειγμα, αν ο σχεδιασμός περιλαμβάνει την πλήρη εκμηχάνιση των καλλιεργητικών φροντίδων, τότε οι αποστάσεις φύτευσης μεταξύ των γραμμών θα είναι οι κατάλληλες κατά περίπτωση, ώστε να επιτρέπουν την οικονομική χρήση των μηχανημάτων, ενώ παράλληλα θα αυξηθεί η πυκνότητα επί της γραμμής, για την επίτευξη ικανοποιητικής παραγωγής (Εικ. 6).
Γενικά, σε γόνιμα, βαθιά, αρδευόμενα εδάφη, όπου είναι δυνατή η επίτευξη μεγάλων αποδόσεων με ικανοποιητική ποιότητα, η πυκνότητα φύτευσης των εύρωστων και παραγωγικών επιτραπέζιων ποικιλιών είναι μικρή (μεγάλες αποστάσεις). Αντίθετα, η ποιότητα των οίνων ευνοείται στις πυκνές φυτεύσεις, αναφέρεται δε ότι σε ορισμένες ποικιλίες παρατηρείται σημαντική βελτίωση όταν η πυκνότητα αυξάνεται από 9 σε 2 τ.μ. ανά πρέμνο.
Στις θερμές, ξηρές αμπελουργικές περιοχές, χωρίς ή με περιορισμένη δυνατότητα άρδευσης, η πυκνότητα φύτευσης είναι μικρή, ώστε να διατίθεται μεγαλύτερος όγκος εδάφους ανά πρέμνο και επομένως μεγαλύτερη δυνατότητα ανάπτυξης του ριζικού συστήματος για την αξιοποίηση των περιορισμένων συνθηκών υγρασίας. Στις ως άνω εδαφοκλιματικές συνθήκες, η πυκνή φύτευση θα συνεπαγόταν την περαιτέρω μείωση της ζωηρότητας των πρέμνων, καθώς, εξαιτίας της ξηρασίας, η αναπλήρωση του διαπνεόμενου ύδατος είναι περισσότερο δυσχερής.
Στις μάλλον ψυχρές αμπελουργικές περιοχές, οι αποστάσεις φύτευσης είναι μικρότερες τόσο επί της γραμμής όσο και μεταξύ των γραμμών φύτευσης και συνδυάζονται με γραμμικά σχήματα μόρφωσης. Συνήθως, η απόσταση μεταξύ των γραμμών φύτευσης είναι όσο και το ύψος του φυλλώματος, ώστε να μεγιστοποιείται η προσλαμβανόμενη ηλιακή ακτινοβολία ενώ, με τις μικρότερες αποστάσεις επί της γραμμής, αποφεύγεται η υπερβολική ζωηρότητα λόγω του αυξημένου ανταγωνισμού για θρεπτικά συστατικά και νερό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πυκνοφυτεμένοι αμπελώνες εισέρχονται νωρίτερα στην παραγωγή, ήδη από το τρίτο έτος, σε σχέση με αμπελώνες μικρής πυκνότητας, όπου η πρώτη παραγωγή επιτυγχάνεται στο πέμπτο. Επομένως, στα πρώτα έτη από την εγκατάσταση αμπελώνα, η παραγωγή αμπελουργικών προϊόντων ανά μονάδα επιφανείας είναι ανάλογη της πυκνότητας φύτευσης, αργότερα όμως, εξαιτίας του έντονου ανταγωνισμού, μειώνεται προοδευτικά.
Το αντίθετο συμβαίνει σε μικρής πυκνότητας αμπελώνες, στους οποίους η παραγωγή αυξάνει προοδευτικά, μετά την παρέλευση των πρώτων ετών. Αλλά και η αύξηση της παραγωγής ανά πρέμνο στη μικρή πυκνότητα φύτευσης, λόγω του μειωμένου ανταγωνισμού και της μεγάλης ζωηρότητας των πρέμνων, υπόκειται σε όριο και, τελικά, η συνολική παραγωγή ανά στρέμμα αντισταθμίζεται από τον μικρότερο αριθμό πρέμνων.
Η πυκνότητα φύτευσης στους παραδοσιακούς αμπελώνες των ποικιλιών οινοποιίας σε κυπελλοειδή σχήματα, ανάλογα με την ποικιλία και το έδαφος, και στην κατά τετράγωνα φύτευση (1,3 -1,5 μ. x 1,3-1,5 μ.) είναι συνήθως της τάξης των 450 – 500 πρέμνων ανά στρέμμα, ενώ στα συνήθη αμφίπλευρα γραμμικά σχήματα οι αποστάσεις κυμαίνονται μεταξύ 1-1,25 μ. x 2,25 – 2,5 μ. (επί της γραμμής × μεταξύ των γραμμών ). Στις επιτραπέζιες και στις ποικιλίες σταφιδοποιίας, οι αποστάσεις είναι μεγαλύτερες, ιδιαίτερα στις ζωηρές ποικιλίες, οι οποίες μορφώνονται σε υψηλά σχήματα (λύρα, Υ, κρεβατίνα) και συχνά ξεπερνούν τα 3 ή 3,5 μ. μεταξύ των γραμμών (αριθμός πρέμνων 180 – 200 ανά στρέμμα).
Τα έρριζα εμβολιασμένα μοσχεύματα, μετά από δραστική μείωση των ριζών, φυτεύονται σε οπές που ανοίγονται με αυτοκινούμενα μηχανήματα ή με απλές κατασκευές, που περιλαμβάνουν σωλήνα διάνοιξης της οπής και παροχής νερού και φυτευτήρι, ενώ δεν χρειάζεται κάλυψη του παραφινωμένου εμβολίου, που πρέπει να απέχει τουλάχιστον 5 εκ. από την επιφάνεια του εδάφους (Εικ. 7). Αν και γνωστό, δεν είναι άσκοπο να τονιστεί ότι πρέπει να κόβονται οι ρίζες από το εμβόλιο και οι βλαστοί από το υποκείμενο.
Συστήματα μόρφωσης και υποστύλωσης
Στον ελληνικό αμπελώνα κυριαρχούν τα γραμμικά σχήματα σε υποστύλωση απλού, διπλού (Εικ. 8) ή τριπλού Τ, και η τροποποιημένη λύρα (σκάφη), προκειμένου για την επιτραπέζια Σουλτανίνα. Τα παραδοσιακά κύπελλα, έχουν περιοριστεί στις θερμές, ξηρές αμπελουργικές περιοχές, αν ακόμη και εκεί (π.χ. Σαντορίνη) έκαναν την εμφάνισή τους τα γραμμικά (Royat). Είναι γεγονός ότι τα γραμμικά συγκριτικά πλεονεκτούν των άλλων συστημάτων, και όλα δείχνουν ότι η τάση θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια.
Στην περίπτωση όμως της επαλήθευσης των προβλέψεων για την κλιματική αλλαγή, μάλλον θα χρειαστεί αναθεώρηση, τουλάχιστον για τις αμπελουργικές περιοχές της νότιας Ελλάδας, με την έννοια της αξιολόγησης των παραλλαγών εντός των γραμμικών σχημάτων. Ενδιαφέρον θα παρουσίαζε για τις ποικιλίες οινοποιίας η επιλογή γραμμικών με χαμηλότερο ύψος κορμού και περιορισμένου ανοίγματος του φυλλώματος (πλάτος Τ) και η επέκταση του (ετήσιου) γραμμικού Guyot, ιδιαίτερα στους αμπελώνες της νότιας Ελλάδας (Εικ. 9). Μένει ακόμη ανοικτό το θέμα των υλικών υποστύλωσης σε σχέση με την αισθητική του τοπίου. Για τους γνωστούς λόγους αντικαθίστανται οι σιδηρόστυλοι με γαλβανισμένη λαμαρίνα (Εικ. 10), όμως το πρόβλημα παραμένει, ιδιαίτερα στους αμπελώνες των επιτραπέζιων ποικιλιών.