Γενικά στοιχεία
Υπάρχουν πολλές θεωρίες σχετικά με τα κέντρα προέλευσης και τη φυλογενετική εξέλιξη του κριθαριού [1]. Ως πιθανά κέντρα θεωρούνται η Μεσοποταμία, η Αιθιοποία και η Ερυθραία λόγω της μεγάλης ποικιλομορφίας των βιοτύπων και ειδών που υπάρχουν και η Κεντρική και Ανατολική Ασία. Είναι το τρίτο κατά σειρά οικονομικής σημασίας σιτηρό μετά το σιτάρι και τον αραβόσιτο. Λόγω της μεγάλης του προσαρμοστικότητας η καλλιέργειά του εξαπλώνεται σε περιοχές που το σιτάρι ή δεν καλλιεργείται ή αποδίδει λίγο. Σε τέτοιες συνθήκες περιβάλλοντος αποδίδει περισσότερο από το σιτάρι και η διαφορά αποδόσεων είναι τόσο μεγαλύτερη όσο πιο δυσμενείς είναι οι συνθήκες καλλιέργειας. Η γενική τάση της καλλιέργειας σε παγκόσμια κλίμακα είναι αυξητική. Τις υψηλότερες στρεμματικές αποδόσεις παρουσιάζουν ευρωπαϊκές χώρες: Ολλανδία, Ιρλανδία, Μ. Βρετανία, Βέλγιο, Ελβετία, κ.λπ.
Στην Ελλάδα οι καλλιεργούμενες εκτάσεις αυξάνονταν σταθερά μέχρι το 1974 που έφθασαν το μέγιστο. Στη συνέχεια έπεσαν στα επίπεδα των 3.1-3.2X106 στρ. στα οποία και κυμαίνονται τα τελευταία χρόνια. Ανάλογη πορεία ακολουθεί και η ετήσια παραγωγή, ενώ οι αποδόσεις αυξάνονταν σταθερά στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Μορφολογικά χαρακτηριστικά κριθαριού
Ριζικό σύστημα
Είναι ινώδες, διακλαδισμένο, όπως του σιταριού, με 5-7 δευτερογενείς εμβρυακές ρίζες. Φτάνει σε βάθος 1.8-2.1m. Συνήθως οι βαθύτερες ρίζες είναι εμβρυακής προέλευσης ενώ οι δευτερογενείς βρίσκονται στα επιφανειακά στρώματα.
Βλαστός
Τα στελέχη είναι κυλινδρικά, κοίλα, πλήρη μόνο στα γόνατα, με 5-8 μεσογονάτια. Το μήκος των μεσογονατίων αυξάνει από τη βάση προς την κορυφή. Το τελικό ύψος κυμαίνεται από 120-150cm. Το μεσογονάτιο κάτω από το στάχυ μπορεί να είναι ευθυτενές ή να κάμπτεται ανάλογα με την ποικιλία. Μπορεί επίσης ορισμένες ποικιλίες να έχουν ρόδινες αποχρώσεις λόγω παρουσίας ανθοκυανών.
Αδέλφια
Σε κανονικές πυκνότητες σποράς κάθε φυτό έχει 3-5 στελέχη, αλλά σε αραιές πυκνότητες έχει πολύ περισσότερα. Υπάρχουν όμως και οι τύποι με 1-2 μόνο στελέχη. Συνήθως τα δίστοιχα κριθάρια αδελφώνουν εντονότερα από τα εξάστοιχα.
Φύλλα
Οι κολεοί είναι συνήθως λείοι και σε εξαιρέσεις τριχωτοί. Η γλωσσίδα είναι μικρή και τα ωτία μεγαλύτερα από του σιταριού και της σίκαλης και αγκαλιάζουν τελείως το βλαστό. Το έλασμα έχει επιφάνεια κηρώδη (όταν καλύπτεται από ένα λευκωπό επίχρισμα) ή στιλπνή. Σε αντίθεση με το σιτάρι, το ανώτερο φύλλο είναι το μικρότερο από όλα τα άλλα και σε μερικές ποικιλίες είναι συνεστραμμένο. Συνήθως τα δίστοιχα κριθάρια έχουν στενότερα φύλλα από τα εξάστοιχα.
Ταξιανθίες
Γενικα, ο στάχυς του κριθαριού έχει σε κάθε κόμβο της ράχης τρία σταχύδια, καθένα από τα οποία φέρει ένα άνθος. Η ράχη έχει 10-30 κόμβους στο ίδιο επίπεδο και οι τριάδες των σταχυδίων είναι τοποθετημένες απέναντι στους διαδοχικούς κόμβους. Εάν τα μεσογονάτια της ράχης είναι βραχέα σχηματίζονται έξι κατακόρυφες γραμμές σταχυδίων γύρω από τη ράχη. Εάν τα μεσογονάτια είναι μεγάλα τα δύο ακραία σταχύδια έχουν περισσότερο χώρο να επεκταθούν πλευρικά και τοποθετούνται κάτω από τα αντίστοιχα του επόμενου κόμβου. Έτσι σχηματίζονται τέσσερις κατακόρυφες γραμμές. Τέλος, είναι δυνατό τα δύο ακραία σταχύδια κάθε κόμβου να μένουν ανανάπτυκτα οπότε σχηματίζονται μόνο δύο σειρές καρπών.
Κάθε σταχύδιο περιέχει ένα άνθος και συγκρατείται από ένα ζεύγος επιπέδων λεπύρων που καταλήγουν σε οξύ άκρο. Το άνθος είναι συνήθως επιφυές. Τα κύρια μέρη του άνθους είναι οι τρεις στήμονες και ο ύπερος με την ωοθήκη που περιέχει μια σπερματική βλάστηση και καταλήγει σε δισχιδές στίγμα.
Κλιματικές συνθήκες κριθαριού
Θερμοκρασία
Η βλαστητική ανάπτυξη ευνοείται από σχετικά χαμηλές θερμοκρασίες (16-18oC) ενώ η αναπαραγωγική από υψηλότερες (25-35oC). Θερμοκρασίες κοντά στους 40oC δημιουργούν προβλήματα τόσο στη βλαστητική όσο και την αναπαραγωγική ανάπτυξη (διαφοροποίηση, γονιμοποίηση, γέμισμα καρπού). Λόγω της πρωιμότητάς του, το κριθάρι συνήθως αποφεύγει τις υψηλότερες θερμοκρασίες του τέλους της άνοιξης και επομένως το κακό γέμισμα και τις προσβολές από σκωριάσεις.
Συγκριτικά με το σιτάρι, παρουσιάζει αυξημένη ευαισθησία στις χαμηλές θερμοκρασίες και επομένως χρειάζεται προσοχή στην επιλογή του καταλληλότερου χρόνου σποράς ανάλογα με τις θερμοκρασίες του χειμώνα. Πάντως, υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις ποικιλίες ως προς την αντοχή τους στο ψύχος.
Όπως και στο σιτάρι, οι ποικιλίες υποδιαιρούνται σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με την αντοχή τους στις χαμηλές θερμοκρασίες και τις απαιτήσεις τους σε εαρινοποίηση: Χειμωνιάτικες (ανθεκτικές στο ψύχος, πλάγιας ανάπτυξης και απαιτητικές σε εαρινοποίηση), ανοιξιάτικες (ευαίσθητες στο ψύχος και μη απαιτητικές σε εαρινοποίηση) και ενδιάμεσες.
Φωτοπερίοδος
Το κριθάρι είναι φυτό μεγάλης ημέρας. Η διαφοροποίηση του στάχυ επιταχύνεται σημαντικά όταν η φωτοπερίοδος αυξάνεται από τις 10 στις 16h. Φαίνεται ότι υπάρχει κάποια αλληλεπίδραση μεταξύ φωτοπεριόδου και θερμοκρασίας, δεδομένου ότι σε μακρές φωτοπεριόδους (17-25h) η διαφοροποίηση επιταχύνεται όσο αυξάνονται οι θερμοκρασίες. Πάντως, υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ ποικιλιών ως προς τις απαιτήσεις σε φωτοπερίοδο και σήμερα υπάρχουν πολλές ποικιλίες κριθαριού που χαρακτηρίζονται ως αδιάφορες στη φωτοπερίοδο.
Βροχόπτωση
Είναι φυτό περισσότερο ανθεκτικό στην ξηρασία από το σιτάρι και περισσότερο παραγωγικό υπό ξηρικές συνθήκες. Οι ελάχιστες απαιτήσεις σε ύψος βροχής είναι 200-250mm. Παρόλα αυτά υπερβολική ξηρασία κατά το γέμισμα δημιουργεί λισβούς σπόρους με υψηλή περιεκτικότητα σε αζωτούχες ουσίες και επομένως χαμηλής ποιότητας για βυνοποίηση. Έτσι, σε πολύ ξηρό περιβάλλον καλλιεργούνται περισσότερο αποτελεσματικά οι κτηνοτροφικές ποικιλίες.
Εδαφικές συνθήκες κριθαριού
Δομή
Το κριθάρι ευδοκιμεί κυρίως σε πηλώδη και αργιλοπηλώδη εδάφη ενώ έχει χαμηλές αποδόσεις σε αμμώδη και συνεκτικά. Χρειάζεται καλά στραγγιζόμενα εδάφη επειδή υποφέρει από περίσσεια υγρασίας. Ο υδατικός ορίζοντας πρέπει να βρίσκεται οπωσδήποτε κάτω από τα 2m.
Γονιμότητα
Μπορεί να καλλιεργείται και να αποδίδει ικανοποιητικά και σε εδάφη λιγότερο γόνιμα απ’ ό,τι το σιτάρι.
Αντίδραση
Απαιτεί εδάφη λιγότερο όξινα από το σιτάρι, με pH μεταξύ 6 και 7.5.
Αλατότητα
Είναι ίσως το περισσότερο ανθεκτικό στην αλατότητα από τα καλλιεργούμενα φυτά σε όλα σχεδόν τα στάδια ανάπτυξης. Στη Μεσοποταμία αντικατέστησε βαθμιαία το σιτάρι στα ήδη υποβαθμισμένα από τις συνεχείς αρδεύσεις εδάφη. Η ανθεκτικότητα στο αλάτι διαφέρει μεταξύ των ποικιλιών. Στον παρακάτω πίνακα φαίνεται η ανθεκτικότητα του φυτού στην αλατότητα του εδάφους.
Αγωγιμότητα (mmho/cm) στους 25oC | Μείωση απόδοσης (%) | ||
---|---|---|---|
0-12.0 | 0-10 | ||
12.0-15.8 | 10-25 | ||
15.8-17.5 | 25-50 | ||
17.5-21.2 | >50 |
Ανάπτυξη του φυτού του κριθαριού
Κατά τον Briggs ελάχιστη θερμοκρασία για τη βλάστηση [1] είναι 5oC, η άριστη 29oC και η μέγιστη 38oC. Ο Hector αναφέρει αντίστοιχες τιμές 3-4oC, 20oC και 28-30oC. Οπωσδήποτε υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις καλλιεργούμενες ποικιλίες. Ο σπόρος χρειάζεται κάπως μικρότερη ποσότητα νερού για ενυδάτωση από το σιτάρι.
Ο λήθαργος του σπόρου συνήθως δεν αποτελεί πρόβλημα, αλλά είναι περισσότερο έντονος απ’ ό,τι στο σιτάρι. Αυτό οφείλεται κυρίως στην παρουσία των λεπυριδίων που δεσμεύουν οξυγόνο, είναι όμως δυνατό να προέρχεται και από ανωριμότητα του εμβρύου. Αύξηση των συγκεντρώσεων του οξυγόνου και αφαίρεση των λεπυριδίων σχεδόν εξαφανίζουν το λήθαργο.
Η πρώτη ανάπτυξη των ριζών του λαιμού ξεκινά περίπου στην αρχή του αδελφώματος και συνεχίζεται μετά. Το ριζικό σύστημα φτάνει στη μέγιστη ανάπτυξή του περίπου κατά την άνθηση και μειώνεται στη συνέχεια λόγω του θανάτου ορισμένων ριζών. Κατά την άνθηση οι βαθύτερες ρίζες είναι εμβρυακής προέλευσης ενώ οι μόνιμες συνήθως περιορίζονται στα περισσότερο επιφανειακά στρώματα. Η πρώτη ανάπτυξη των φυταρίων παρουσιάζει ελαφρά κάμψη όταν εξαντληθούν τα αποθέματα του σπόρου. Η πρώτη ανάπτυξη μπορεί να είναι κατακόρυφη, πλάγια ή ενδιάμεση, όπως στο σιτάρι.
Ποικιλίες
Οι κυριότερες ποικιλίες [1] του καλλιεργούμενου κριθαριού διακρίνονται στις κτηνοτροφικές ποικιλίες κριθαριού για ψυχρές περιοχές, στις κτηνοτροφικές ποικιλίες κριθαριού για θερμότερες περιοχές, στην ποικιλία κριθαριού βυνοποιΐας για ψυχρές περιοχές και στις ποικιλίες κριθαριού βυνοποιΐας για θερμότερες περιοχές.
Εχθροί
Οι διάφοροι εχθροί [1] που προσβάλλουν την καλλιέργεια του κριθαριού είναι οι εξής: Σιδηροσκώληκες, Αγρότιδες, Κάραβος, Χλώροπας, Οσινέλλα, Κηκιδόμυγα, Βλαστορρήκτης, Βρωμούσες, Αφίδες, Ακρίδες, Θρίπας, Νηματώδης των σιτηρών και Έντομα αποθηκών. Πρόκειται ουσιαστικά για τους εχθρούς που προσβάλλουν και την καλλιέργεια του σιταριού.
Ασθένειες
Οι ασθένειες [1] που ποσβάλλουν την καλλιέργεια του κριθαριού είναι οι εξής: Σκωριάσεις, Ωίδιο, Σεπτοριώσεις, Σήψη των ριζών και του λαιμού, Παρασιτικό πλάγιασμα. Σοβαρά προβλήματα όμως δημιουργούν στο κριθάρι και οι παρακάτω ασθένειες: Ελμινθοσποριώσεις, Ρυγχοσπορίωση, Γυμνός άνθρακας, Καλυμμένος άνθρακας, Κίτρινος νανισμός και Ραβδωτό μωσαϊκό.
Πληροφοριακά στοιχεία
Ευδοκιμεί στις περιοχές
|