Φυσικό αέριο και μια διαρκώς αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση τροφοδοτούν την πρωτόγνωρη κούρσα ανόδου τιμών για τις πρώτες ύλες που αξιοποιούνται στην παραγωγή λιπασμάτων, με τις ανατιμήσεις να έχουν ήδη αποτυπωθεί στους τιμοκαταλόγους των καταστημάτων αγροεφοδίων της Ελλάδας, συμπιέζοντας σημαντικά τον προϋπολογισμό των αγροτικών Εκμεταλλεύσεων.
Οι τελευταίες τιμές τις οποίες διαπραγματεύεται η αγορά, ανεβάζουν το κόστος της ουρίας στα 1.000 ευρώ ο τόνος παραδοτέα σε ελληνικό λιμάνι, από 300 περίπου ευρώ που ήταν πριν από 12 μήνες, με την ασβεστούχο νιτρική αμμωνία να αγγίζει σήμερα τα 630 ευρώ, τιμή σχεδόν τριπλάσια από τα 230 ευρώ που στοίχιζε πέρυσι. Την ίδια στιγμή, αν και η συμμετοχή στο συνολικό κόστος είναι μικρή λόγω της ούτως ή άλλως υψηλής αξίας της πρώτης ύλης, τα τιμολόγια της εν λόγω αγοράς επιβαρύνονται και από τα αυξημένα μεταφορικά, αφού ενδεικτικά ένα κοντέινερ που πέρυσι στοίχιζε 3.000 ευρώ, πλέον ξεπερνά τα 15.000 ευρώ. Η κατηγορία των υδατοδιαλυτών λιπασμάτων που παράγονται σε μονάδες της Κίνας είναι αυτή που καταγράφει τις μεγαλύτερες επιβαρύνσεις εξαιτίας της παραμέτρου των ακριβών μεταφορών. Παράγοντες της αγοράς, εξηγούν στην Agrenda ότι μέχρι στιγμής το στοκ από παλαιότερες παραγγελίες είναι αυτό που έχει συγκρατήσει κάπως το κύμα ανατιμήσεων. Πάντως ήδη εκφράζονται ανησυχίες για περιορισμό της εγχώριας ζήτησης προϊόντων θρέψης.
Τα αζωτούχα λιπάσματα επιβαρύνονται ιδιαίτερα από την κατακόρυφη αύξηση των τιμών στο φυσικό αέριο, αν και η αγορά δείχνει τα τελευταία 24ωρα μερικά σημάδια κόπωσης και ενδείξεις διόρθωσης. Ενόψει της χειμερινής περιόδου ωστόσο, αναμένεται ότι η αγορά ενέργειας θα συγκρατηθεί σε υψηλό εύρος τιμών. Μαζί με αυτήν την παράμετρο, το διεθνές εμπόριο καλείται να διαχειριστεί την έντονη ζήτηση για προϊόντα θρέψης, την οποία τροφοδοτούν οι υψηλές τιμές των αγροτικών commodities. Όπως εξηγούν άνθρωποι της αγοράς, για όσο καιρό οι τιμές στα βασικά αγροτικά εμπορεύματα, όπως τα σιτηρά, το καλαμπόκι και το βαμβάκι διατηρούνται σε ιστορικά υψηλά, δύσκολα θα διορθώσει η αγορά σε αυτό το κομμάτι.
Εκμεταλλεύσεις στην Ελλάδα που δραστηριοποιούνται στους τομείς των κηπευτικών και των δενδρωδών καλλιεργειών, όπως οι ελιές και τα οπωροφόρα είναι αυτές που δέχονται τη μεγαλύτερη πίεση από αυτό το παράξενο μείγμα που έχει διαμορφωθεί. Πρόκειται για αγορές αγροτικών προϊόντων που είτε δεν έχουν ευνοηθεί καθόλου από τον κύκλο ανόδου, είτε έχουν ενισχυθεί ελάχιστα.
Μείωση ρίσκου
Σε κάθε περίπτωση, παράγοντες της αγοράς εκτιμούν πως ο φετινός προγραμματισμός των καλλιεργειών έρχεται με ένα μεγαλύτερο από άλλες χρονιές ρίσκο. «Ρίσκο είναι και το να αγοράσουν από σήμερα οι αγρότες όλες τις ποσότητες που θα χρειαστούν, με την προοπτική ότι η αγορά θα συνεχίσει να ανεβαίνει, ρίσκο είναι και το να περιμένουν μέχρι την άνοιξη για να αγοράσουν» σχολιάζει συνομιλητής της Agrenda που παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στην αγορά λιπασμάτων. Ο ίδιος αναφέρει πως η πιο ασφαλής πρακτική με τη μικρότερη έκθεση σε ρίσκο, είναι οι σταδιακές αγορές που καλύπτουν ένα μικρό κομμάτι των μελλοντικών αναγκών.
Σε συνθήκες τόσο ευμετάβλητες, οποιαδήποτε εκτίμηση για την βραχυπρόθεσμη πορεία των αγορών, είναι αν μη τι άλλο επισφαλής, ωστόσο το σενάριο που θα άνοιγε το δρόμο για μια αποκλιμάκωση των πληθωριστικών τάσεων στην Ευρώπη τοποθετείται γύρω από την άνοιξη και συνδέεται και με την πρόθεση της Ρωσίας να αυξήσει την ροή του φυσικού αερίου. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο δηλαδή, δεν αποκλείεται η αγορά πρώτων υλών να αντιδράσει και μάλιστα άμεσα. Φυσικά, παίζει αν και δύσκολα το ενδεχόμενο η αγορά αγροτικών εμπορευμάτων να διορθώσει απότομα πριν την αποκατάσταση στην αγορά ενέργειας, κάτι που θα μπορούσε να κλείσει εκ νέου τις μονάδες παραγωγής αζωτούχων λιπασμάτων της ΕΕ, η οποίες τις τελευταίες ημέρες άνοιξαν εκ νέου, έπειτα από την διόρθωση των τιμών φυσικού αερίου.
By agronews